preventable$63813$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

preventable$63813$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Preventable; Prevent; Preventing; Prevention (disambiguation); Prevention principle

preventable      
adj. αποτρέψιμος, δυνάμενος να εμποδισθεί, δυνάμενος να προληφθεί
preventive medicine         
  • The presence of cancer (adenocarcinoma) detected on a Pap test
  • U.S. propaganda poster ''Fool the Axis Use Prophylaxis'', 1942
  • Distribution of lung cancer in the United States
  • An image of melanoma, one of the deadliest forms of skin cancer
MEASURES TAKEN FOR DISEASE PREVENTION, WITH ANTICIPATORY ACTIONS THAT CAN BE CATEGORIZED AS PRIMAL, PRIMARY, SECONDARY, TERTIARY, AND QUATERNARY PREVENTION
Prophylaxis; Prophylactic; Prophylactics; Preventive care; Preventive Medicine; Preventative medicine; Preventative care; Preventative treatment; Prevention (medical); Secondary prevention; Primary prevention; Disease Control; Rose's Theorem; Prophylactic drug; Secondary prophylaxis; Profalactic; Profilactic; Disease prevention; Prophylatic; Profylactic; Tertiary prevention; Social and Preventive Medicine; Prevention of illness; Preventive health care; Preventive medical procedure; Prophylactic treatment; Preventive health services; Preventative healthcare; Preventative health care; Preventive medicine; Prophylactically; Preventive Health Science; Prevention of disease; Preventable disease; Primal and primordial prevention; Communicable disease control; Disease control; Preventive medicine physician; Leading causes of preventable death; Preventable illness; Preventative measures
προληπτικό φάρμακο

Ορισμός

Preventable
·adj Capable of being prevented or hindered; as, preventable diseases.

Βικιπαίδεια

Prevention

Prevention may refer to: